- σαλγαμάριος
- ὁ, ΜΑμσν.πωλητής λαχανικών στην άλμηαρχ.παρασκευαστής λαχανικών και νωπών καρπών στην άλμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salgamarius «αυτός που παστώνει και πουλά καρπούς και λαχανικά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.